- χαλικόχωμα
- το, Νμίγμα από χώμα και χαλίκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + χώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλικόχωμα — το, ατος το μείγμα χώματος και χαλικιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)